σηκωμός

σηκωμός
ο, Ν
1. σήκωμα, ανύψωση
2. σήκωμα, μεταφορά βαριού αντικειμένου
3. μτφ. α) εξέγερση, ξεσηκωμός
β) ξύπνημα, αφύπνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκώνω + κατάλ. -μός (πρβλ. σκοτω-μός, τελειω-μός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σηκωμός — ο σήκωμα, εξέγερση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”